- δίζηση
- η (Α δίζησις) [δίζημαι]νεοελλ.«διζήσεως ευεργέτημα» — το δικαίωμα τού εγγυητή να αρνηθεί την καταβολή οφειλής μέχρις ότου ο δανειστής προβεί σε αναγκαστική εκτέλεση εναντίον τού πρωτοφειλέτηαρχ.έρευνα, ανάκριση, εξέταση.
Dictionary of Greek. 2013.